- επίσαγμα
- το (Α ἐπίσαγμα) [επισάττω]εφίππιον, σάγμα, σαμάριαρχ.βάρος («τοὐπίσαγμα τοῡ νοσήματος», Σοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπίσαγμα — pack saddle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοὐπίσαγμα — ἐπίσαγμα , ἐπίσαγμα pack saddle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισάγματα — ἐπίσαγμα pack saddle neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλογοσάμαρο — το σαμάρι, επίσαγμα αλόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + σαμάρι] … Dictionary of Greek
γεωσκώληκας — Δακτυλιοσκώληκας, το κυλινδρικό σώμα του οποίου (μέγιστο μήκος 15 εκ.) αποτελείται από πολυάριθμους δακτυλίους ή μεταμερή τμήματα, όμοια μεταξύ τους, έτσι ώστε δεν διακρίνεται η κεφαλή από το υπόλοιπο σώμα. Κάθε μεταμερές τμήμα διαθέτει σμήριγγες … Dictionary of Greek
χαβαλές — και χαβαλάς, ο, Ν 1. επίσαγμα, επίστρωμα σε υποζύγιο 2. ναυτ. το φορτίο που είναι τοποθετημένο στο επάνω κατάστρωμα 3. μτφ. (για πρόσ.) α) ενοχλητικό βάρος β) αυτός που αρέσκεται στο να δέχεται και, κυρίως, να κάνει αστεία γ) επιπόλαιος,… … Dictionary of Greek
ԹԱՄԲ — (ի, աց.) NBH 1 0794 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 9c, 12c, 14c գ. ἑπίσαγμα ephipum στρῶμα, φάλαρα stramen, phalerae Կազմած գրաստուց ʼի նիստ հեծելոյ ընդ ազդերօք նորա. համետ. ալուխ, ... *Թամբ ʼի նուսն դնեն անդէն մատաղ տիոցն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՀԱՄԵՏ — (ի, ից.) NBH 2 0028 Chronological Sequence: Early classical գ. ἑπίσαγμα, σάγμα sagma, stramen, stragulum. Կազմած իշոյ կամ գրաստու՝ առ ʼի նստել ʼի վերայ, կամ բառնալ զբեռն. ... *Ամենայն համետ իշոյ, յորոյ վերայ նստի. եւ այլն. Ղեւտ. ՟Ժ՟Ե. 9 … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)